- πελεκήτωρ
- πελεκ-ήτωρ, ορος, ὁ, poet. for πελεκητής, Man.4.324.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελεκήτωρ — ορος, ὁ, Α ποιητ. τ. τού πελεκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πελεκήτορας — πελεκήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)